αναξαίνω

αναξαίνω
(αόρ. ανέξανα, μετχ. πρκ. αναξασμένος) μετ.
1) снова чесать, расчёсывать (шерсть); 2) перен. растравлять (рану, горе); разжигать, возбуждать (ссору, ненависть);

αναξαίνω πληγές — бередить раны


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναξαίνω" в других словарях:

  • αναξαίνω — (Α ἀναξαίνω) [ξαίνω] νεοελλ. 1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι 2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα αρχ. 1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω 2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω …   Dictionary of Greek

  • αναξαίνω — ανάξανα, αναξασμένος 1. λαναρίζω πάλι μαλλί: Έξαινε κι ανάξαινε η καημένη, γιατί το μαλλί δεν ήταν καλό. 2. ερεθίζω ξανά: Μην αναξαίνεις παλιές πληγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνέξασθε — ἀναξαίνω tear open plup ind mp 2nd pl ἀναξαίνω tear open perf imperat mp 2nd pl ἀναξαίνω tear open perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξαινομένων — ἀναξαίνω tear open pres part mp fem gen pl ἀναξαίνω tear open pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξαινόμενον — ἀναξαίνω tear open pres part mp masc acc sg ἀναξαίνω tear open pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξαῖνον — ἀναξαίνω tear open pres part act masc voc sg ἀναξαίνω tear open pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξαίνει — ἀναξαίνω tear open pres ind mp 2nd sg ἀναξαίνω tear open pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναξαίνουσι — ἀναξαίνω tear open pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναξαίνω tear open pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξασμένων — ἀναξαίνω tear open perf part mp fem gen pl ἀναξαίνω tear open perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέξαινον — ἀναξαίνω tear open imperf ind act 3rd pl ἀναξαίνω tear open imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγξανον — ἀναξαίνω tear open aor ind act 3rd pl (homeric) ἀναξαίνω tear open aor ind act 1st sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»